Anonymous

ἀντιτιμάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]] ως [[ανταπόδοση]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. ως [[νομικός]] προς, [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], με γεν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντιτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]] ως [[ανταπόδοση]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. ως [[νομικός]] προς, [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιτῑμάω:''' <b class="num">1)</b> оказывать в свою очередь уважение, почитать со своей стороны (τινα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> med. (в противовес обвинителю) предлагать самому для себя (более справедливое) наказание Dem.: τίνος [[ὑμῖν]] ἀντιτιμήσομαι; Plat. какую же кару предложить мне вам для себя?
}}
}}