Anonymous

πληθύς: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληθύς:''' [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. <i>πληθυῑ</i>, [[πληρότητα]], [[πλήθος]], όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''πληθύς:''' [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. <i>πληθυῑ</i>, [[πληρότητα]], [[πλήθος]], όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] Ion. voor πλῆθος; πληθῡ - in nom. en acc. sing., πληθῠ - in andere\n naamvallen; ep. dat. sing. πληθυῖ, menigte:; πληθὺν μὲν ποτὶ νῆας ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι laten we de menigte aansporen naar de schepen terug te gaan Il. 15.295; overmacht:. εἰ δ ’ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα als ze mij in mijn eentje door hun overmacht zouden overweldigen Od. 16.105.
}}
}}