Anonymous

γυμνιτεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνῑτεύω:''' = [[γυμνητεύω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''γυμνῑτεύω:''' = [[γυμνητεύω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.
}}
}}