3,274,873
edits
(47c) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»). | |mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета. | |||
}} | }} |