Anonymous

ἀνόρεκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α [[ἀνόρεκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όρεξη για [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> [[απρόθυμος]], [[κακόκεφος]], [[κακοδιάθετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Σημειολ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ανορεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) [[ανεπιθύμητος]].
|mltxt=κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α [[ἀνόρεκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όρεξη για [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> [[απρόθυμος]], [[κακόκεφος]], [[κακοδιάθετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Σημειολ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ανορεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) [[ανεπιθύμητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνόρεκτος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий желаний, лишенный потребностей (τινος и περί τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий аппетита (οἱ νοσοῦντες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не возбуждающий аппетита Plut.
}}
}}