Anonymous

δοκιμεῖον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοκιμεῖον:''' ή [[δοκίμιον]], τό ([[δόκιμος]]), [[κριτήριο]], [[μέσο]] για [[δοκιμή]], [[τρόπος]] δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.
|lsmtext='''δοκιμεῖον:''' ή [[δοκίμιον]], τό ([[δόκιμος]]), [[κριτήριο]], [[μέσο]] για [[δοκιμή]], [[τρόπος]] δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμεῖον:''' и [[δοκίμιον]] τό средство испытания или проверки: εἰ δ. [[ἔχει]] Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, [[οἷόνπερ]] δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.
}}
}}