Anonymous

καθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], Ενεργ. του [[καθέζομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., [[κατοικώ]], εγκαθίσταμαι, σε Αριστοφ.· κ. ἐς [[Ἀργώ]], [[διαδέχομαι]] κάποιον στην [[εξουσία]] του Άργους, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιερώνω]], [[αφιερώνω]]· ομοίως και σε Μέσ. αόρ. αʹ <i>-ιδρυσάμην</i> και Παθ. παρακ. <i>-ίδρῡμαι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''καθιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], Ενεργ. του [[καθέζομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., [[κατοικώ]], εγκαθίσταμαι, σε Αριστοφ.· κ. ἐς [[Ἀργώ]], [[διαδέχομαι]] κάποιον στην [[εξουσία]] του Άργους, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιερώνω]], [[αφιερώνω]]· ομοίως και σε Μέσ. αόρ. αʹ <i>-ιδρυσάμην</i> και Παθ. παρακ. <i>-ίδρῡμαι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθιδρύω:''' дор. v. l. [[καθιδρύνω|κᾰθιδρύνω]]<br /><b class="num">1)</b> сажать, усаживать (τινὰ παρὰ οὐδόν Hom.): καθυδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]] Theocr. севшие на (корабль) Арго;<br /><b class="num">2)</b> селить, поселять, помещать (μακάρων ἐς αἶαν Eur.; ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Arst.; κάμηλον [[ἐνταῦθα]] Plut.): καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. поселившийся в городе;<br /><b class="num">3)</b> med. ставить, устанавливать, воздвигать ([[βρέτας]] Eur.; βωμόν Anth.).
}}
}}