Anonymous

τριφίλητος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐφίλητος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, [[τριπλά]] πεφιλημένος, [[φίλτατος]], εξαιρετικά [[αγαπητός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τρῐφίλητος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, [[τριπλά]] πεφιλημένος, [[φίλτατος]], εξαιρετικά [[αγαπητός]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=τριφίλητος -ον [τρι-, φιλέω] driewerf geliefd.
}}
}}