Anonymous

κάμμορος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάμμορος:''' -ον, Επικ. αντί <i>κατάμορος</i>, υποκείμενος στην [[μοίρα]], έρμαιος αυτής, δηλ. [[κακόμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κάμμορος:''' -ον, Επικ. αντί <i>κατάμορος</i>, υποκείμενος στην [[μοίρα]], έρμαιος αυτής, δηλ. [[κακόμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig.
}}
}}