Anonymous

διωκτός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διωκτός]], -ή, -όν (Α) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διωχθεί<br /><b>2.</b> [[εξόριστος]], [[φυγάς]].
|mltxt=[[διωκτός]], -ή, -όν (Α) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διωχθεί<br /><b>2.</b> [[εξόριστος]], [[φυγάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''διωκτός:''' <b class="num">1)</b> преследуемый, гонимый Soph.;<br /><b class="num">2)</b> искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель.
}}
}}