Anonymous

εὐπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσοιστος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, [[εύκολος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐπρόσοιστος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, [[εύκολος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπρόσοιστος:''' легко доступный, легкий ([[ἔκβασις]] Eur.).
}}
}}