Anonymous

ἐπιδημητικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδημητικός:''' остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).
}}
}}