Anonymous

μιμηλός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑμηλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητικός]], με γεν., σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
|lsmtext='''μῑμηλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητικός]], με γεν., σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑμηλός:''' <b class="num">1)</b> изобразительный, подражательный, способный изображать ([[τέχνη]] Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;<br /><b class="num">2)</b> изображенный, воспроизведенный с натуры ([[εἰκών]] Plut.).
}}
}}