Anonymous

τειχήρης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχήρης:''' -ες ([[ἀραρίσκω]]), περικυκλωμένος από τείχη, πολιορκούμενος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''τειχήρης:''' -ες ([[ἀραρίσκω]]), περικυκλωμένος από τείχη, πολιορκούμενος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχήρης:''' запертый в стенах, окруженный осадными сооружениями, осажденный Xen., Polyb.: τειχήρεις ποιεῖν τινας Her., Thuc. осаждать кого-л. с помощью укреплений.
}}
}}