Anonymous

καταβρίθω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβρίθω:''' [ῑ], μέλ. <i>-βρίσω</i>, παρακ. <i>-βέβρῑθα</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, [[δυνατά]] από [[κάτι]], με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ζυγίζω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]], [[υπερβαίνω]] σε [[βάρος]], έχω μεγαλύτερη [[επιρροή]], <i>ὄλβῳ κ. βασιλῆας</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταβρίθω:''' [ῑ], μέλ. <i>-βρίσω</i>, παρακ. <i>-βέβρῑθα</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, [[δυνατά]] από [[κάτι]], με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ζυγίζω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]], [[υπερβαίνω]] σε [[βάρος]], έχω μεγαλύτερη [[επιρροή]], <i>ὄλβῳ κ. βασιλῆας</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβρίθω:''' (ῑ) (pf. καταβέβρῑθα)<br /><b class="num">1)</b> быть обремененным, быть отягощенным (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> превосходить, перевешивать (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).
}}
}}