Anonymous

κτίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,568 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκτῐσα</i>, Επικ. επίσης [[ἔκτισσα]], [[κτίσσα]] — Μέσ., ποιητ. γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐκτίσσαντο</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκτίσθην</i>, παρακ. [[ἔκτισμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[επανδρώνω]] μια [[χώρα]], [[χτίζω]] σπίτια και πόλεις, [[εποικίζω]] αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., ιδρύομαι, θεμελιώνομαι, <i>Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν</i>, έχοντας ιδρυθεί από μετανάστες που ήρθαν από την Κολοφώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> κτ. [[ἄλσος]], [[φυτεύω]] αλσύλιο, σε Πίνδ.· <i>κτ. βωμόν</i>, [[στήνω]] βωμό, στον ίδ.· <i>τὸν Κύρνον κτίσαι</i>, [[εγκαθιδρύω]] τη [[λατρεία]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δημιουργώ]], [[επιφέρω]], [[προκαλώ]], [[προξενώ]], σε Αισχύλ.· <i>τὸν χαλινὸν κτίσας</i>, έχοντας εφεύρει αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[καθιστώ]] ως τέτοιον, <i>ἐλεύθερον κτ. τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[διαπράττω]], [[εκτελώ]] [[κατόρθωμα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκτῐσα</i>, Επικ. επίσης [[ἔκτισσα]], [[κτίσσα]] — Μέσ., ποιητ. γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐκτίσσαντο</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκτίσθην</i>, παρακ. [[ἔκτισμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[επανδρώνω]] μια [[χώρα]], [[χτίζω]] σπίτια και πόλεις, [[εποικίζω]] αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., ιδρύομαι, θεμελιώνομαι, <i>Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν</i>, έχοντας ιδρυθεί από μετανάστες που ήρθαν από την Κολοφώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> κτ. [[ἄλσος]], [[φυτεύω]] αλσύλιο, σε Πίνδ.· <i>κτ. βωμόν</i>, [[στήνω]] βωμό, στον ίδ.· <i>τὸν Κύρνον κτίσαι</i>, [[εγκαθιδρύω]] τη [[λατρεία]] του, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δημιουργώ]], [[επιφέρω]], [[προκαλώ]], [[προξενώ]], σε Αισχύλ.· <i>τὸν χαλινὸν κτίσας</i>, έχοντας εφεύρει αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[καθιστώ]] ως τέτοιον, <i>ἐλεύθερον κτ. τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[διαπράττω]], [[εκτελώ]] [[κατόρθωμα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτίζω:''' (aor. ἔκτῐσα - эп. [[κτίσσα]], дор. [[ἔκτισσα]], эп. part. pf. [[κτίμενος]] с ῐ)<br /><b class="num">1)</b> заселять, колонизовать (Δαρδανίην Hom.; χώρην, νῆσον Her.);<br /><b class="num">2)</b> закладывать, основывать, строить (βωμόν Pind.; ἀποικίαν Aesch.; ἄστεα καὶ τείχεα ἐκτισμένα Her.);<br /><b class="num">3)</b> насаждать ([[ἄλσος]] Pind.);<br /><b class="num">4)</b> устраивать, учреждать (ἑορτήν, ἀγῶνα Pind.): κ. δαῖτάς τινι Aesch. задавать пиры в честь кого-л.; κ. τάφον τινί Soph. предавать погребению кого-л.; Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα Her. установить почитание Кирна как героя;<br /><b class="num">5)</b> изобретать, вводить (τὸν χαλινὸν ἵπποισι Soph.);<br /><b class="num">6)</b> производить на свет, порождать (παῖδα γόνῳ Aesch.): ὁ κτίσας NT создатель, творец;<br /><b class="num">7)</b> делать ([[ἐλεύθερον]] κ. τινά τινος Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> совершать, исполнять: καὶ ταῦτ᾽ ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι; Soph. и это дерзнула совершить чья-то женская рука?
}}
}}