Anonymous

διαπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπηδάω:''' μέλ. <i>-πηδήσομαι</i>, [[υπερπηδώ]], <i>τάφρον</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· απόλ., κάνω [[άλμα]], [[πραγματοποιώ]] [[πήδημα]], [[άλμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαπηδάω:''' μέλ. <i>-πηδήσομαι</i>, [[υπερπηδώ]], <i>τάφρον</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· απόλ., κάνω [[άλμα]], [[πραγματοποιώ]] [[πήδημα]], [[άλμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπηδάω:''' <b class="num">1)</b> перепрыгивать, перескакивать (τάφρον Arph., Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> делать прыжок ([[ἵππος]] διαπηδῶν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. отскакивать, aor. метнуться (ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου καὶ τῆς καταγνώσεως ἐπὶ τὸν δῆμον Dem.).
}}
}}