Anonymous

ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, [[απερίσκεπτος]], παρακινδυνευμένος, [[παράτολμος]], [[αλόγιστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιψοκίνδῡνος:''' отчаянно смелый ([[ἔργον]] Xen.).
}}
}}