3,274,133
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, παρακ. <i>-εόρᾱκα</i>· (πρβλ. αορ. βʹ [[προεῖδον]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] [[πριν]] από κάποιον, [[βλέπω]] αυτά ακριβώς που είναι [[μπροστά]] στα μάτια μου, σε Θουκ.· [[προσβλέπω]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.· απόλ., [[κοιτάζω]] [[μπροστά]] ή προς τα [[εμπρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βλέπω]] [[μπροστά]], [[προβλέπω]], <i>τὸμέλλον</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., <i>τὸ προορᾶν σευ</i>, η πρόβλεψή [[σου]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[προνοώ]] ή κάνω [[πρόβλεψη]] για, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αττ. επίσης σε Μέσ., με Παθ. παρακ. και υπερσ., [[κοιτάζω]] [[μπροστά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προβλέπω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φροντίζω]] για, σε Θουκ., Δημ. | |lsmtext='''προοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, παρακ. <i>-εόρᾱκα</i>· (πρβλ. αορ. βʹ [[προεῖδον]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]] [[πριν]] από κάποιον, [[βλέπω]] αυτά ακριβώς που είναι [[μπροστά]] στα μάτια μου, σε Θουκ.· [[προσβλέπω]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.· απόλ., [[κοιτάζω]] [[μπροστά]] ή προς τα [[εμπρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βλέπω]] [[μπροστά]], [[προβλέπω]], <i>τὸμέλλον</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., <i>τὸ προορᾶν σευ</i>, η πρόβλεψή [[σου]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[προνοώ]] ή κάνω [[πρόβλεψη]] για, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αττ. επίσης σε Μέσ., με Παθ. παρακ. και υπερσ., [[κοιτάζω]] [[μπροστά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προβλέπω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φροντίζω]] για, σε Θουκ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-οράω, aor. προεῖδον, inf. προιδεῖν, ptc. προϊδών, Aeol. inf. aor. act. προΐδην vóór zich zien, in de verte zien:; ὀξὺ μάλα προϊδών heel scherp in de verte turend Od. 5.393; π. τὰ ἔμπροσθεν zien wat voor je ligt Xen. Hell. 4.3.23; ook med.. ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προΐδονται wanneer allen (het schip) in de verte zien varen Od. 13.155. eerder zien:; πολλὰ... φασι... ἵππον ἀνθρώπῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς προορῶντα δηλοῦν men zegt dat een paard een mens veel dingen aanduidt met zijn ogen omdat hij ze eerder ziet Xen. Cyr. 4.3.21; voorzien:; τὸ μέλλον γίγνεσθαι π. voorzien wat gaat gebeuren Hdt. 5.24.1; εἰ δὲ προϊδεῖν ἦν τότε als men het toen had kunnen voorzien Plat. Lg. 691b; τὸ δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾶν het wezen dat met zijn verstand vooruit kan zien Aristot. Pol. 1252a32; ook med.. προορᾶσθαι... ἐς οἷα φέρονται tevoren zien waarin zij terecht zouden komen Thuc. 5.111.3. voorzieningen treffen, zorg dragen; met gen., met ὅπως + conj..; ἐκείνων προορῶν, ὅκως βίον ἄφθονον ἔχωσι zorg voor hen dragend, dat zij in overvloed konden leven Hdt. 2.121α2; ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων dat jullie voor ons hebt gezorgd nu we van huis en haard beroofd zijn Hdt. 8.144.3; ook med.. τὸ ἐφ ’ ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι alleen voor hun eigenbelang zorgend Thuc. 1.17; περὶ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι voorzieningen treffen voor de toekomst Lys. 33.7. | |||
}} | }} |