Anonymous

αὐερύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐερύω:''' Επικ. αορ. αʹ <i>αὐέρῠσα</i>, [[έλκω]] [[πίσω]] ή προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έλκω]] το [[τόξο]], στο ίδ· απόλ. σε [[θυσία]], [[έλκω]] το [[κεφάλι]] του θύματος προς τα [[πίσω]] έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του, στο ίδ. (Δύσκολα θα μπορούσε να είναι [[σύνθετο]] από <i>αὖ</i> και [[ἐρύω]], [[καθώς]] το <i>αὖ</i> [[πουθενά]] δεν χρησιμ. με την τοπική [[σημασία]] του [[πίσω]]· πιθ. από [[ἀνερύω]], δηλ. <i>ἀν-Ϝερύω</i>).
|lsmtext='''αὐερύω:''' Επικ. αορ. αʹ <i>αὐέρῠσα</i>, [[έλκω]] [[πίσω]] ή προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έλκω]] το [[τόξο]], στο ίδ· απόλ. σε [[θυσία]], [[έλκω]] το [[κεφάλι]] του θύματος προς τα [[πίσω]] έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του, στο ίδ. (Δύσκολα θα μπορούσε να είναι [[σύνθετο]] από <i>αὖ</i> και [[ἐρύω]], [[καθώς]] το <i>αὖ</i> [[πουθενά]] δεν χρησιμ. με την τοπική [[σημασία]] του [[πίσω]]· πιθ. από [[ἀνερύω]], δηλ. <i>ἀν-Ϝερύω</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''αὐερύω:''' <b class="num">1)</b> оттягивать назад (παρ᾽ ὦμον, sc. νευρήν Hom.): αὐέρυσαν καὶ ἔσφαξαν Hom. они загнули назад (головы жертвенных животных) и закололи (их); αὐ. τὸ [[φίλημα]] Anth. целовать взасос;<br /><b class="num">2)</b> выворачивать (στήλας Hom.).
}}
}}