Anonymous

διαλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλαγχάνω:''' (fut. διαλήξομαι, aor. 2 διέλαχον)<br /><b class="num">1)</b> делить между собой по жребию (χρήματα Her.; ἁμάξας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> распределять между собой (γῆν κατὰ τοὺς τόπους Plat.; κτήματα σιδαρονόμω χερί - in tmesi Aesch.; σιδήρῳ [[δῶμα]] Eur.; χώραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> разрывать на части (Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες Eur.).
}}
}}