3,277,206
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ. | |lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλαγχάνω:''' (fut. διαλήξομαι, aor. 2 διέλαχον)<br /><b class="num">1)</b> делить между собой по жребию (χρήματα Her.; ἁμάξας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> распределять между собой (γῆν κατὰ τοὺς τόπους Plat.; κτήματα σιδαρονόμω χερί - in tmesi Aesch.; σιδήρῳ [[δῶμα]] Eur.; χώραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> разрывать на части (Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες Eur.). | |||
}} | }} |