Anonymous

φρίξ: Difference between revisions

From LSJ
563 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρίξ:''' γεν. <i>φρῑκός</i> ([[φρίσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ρυτίδωση]] μιας [[ομαλής]] επιφάνειας· [[ελαφρύς]] [[κυματισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[πνοή]] του ανέμου πάνω στην ήρεμη [[επιφάνεια]] της θάλασσας, Λατ. [[horror]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανατριχίλα]], [[ανόρθωση]], λέγεται για τα μαλλιά, σε Βάβρ.
|lsmtext='''φρίξ:''' γεν. <i>φρῑκός</i> ([[φρίσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ρυτίδωση]] μιας [[ομαλής]] επιφάνειας· [[ελαφρύς]] [[κυματισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[πνοή]] του ανέμου πάνω στην ήρεμη [[επιφάνεια]] της θάλασσας, Λατ. [[horror]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανατριχίλα]], [[ανόρθωση]], λέγεται για τα μαλλιά, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρίξ:''' ῑκός ἡ<br /><b class="num">1)</b> дрожание, волнение, рябь, зыбь: ὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. из поднятых Бореем волн; [[ἐχεύατο]] πόντον ἔπι φ. Hom. море покрылось зыбью; [[θάλασσα]] φρικὶ χαρασσομένη Anth. подернутое зыбью море;<br /><b class="num">2)</b> вставание или стояние дыбом: φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. ощетинившись.
}}
}}