Anonymous

ἐκκαρπόομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκαρπόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[απολαμβάνω]] τον καρπό κάποιου πράγματος, <i>ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ</i>., [[αποκτώ]] [[παιδιά]] από κάποια [[άλλη]] σύζυγο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκομίζω]], [[αντλώ]] όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκκαρπόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[απολαμβάνω]] τον καρπό κάποιου πράγματος, <i>ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ</i>., [[αποκτώ]] [[παιδιά]] από κάποια [[άλλη]] σύζυγο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκομίζω]], [[αντλώ]] όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκαρπόομαι:''' <b class="num">1)</b> производить (плод), рождать (παῖδας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пользоваться плодами, извлекать пользу: ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι Thuc. заключив мир с обеими сторонами, (аргивяне) оказались в выгодном положении;<br /><b class="num">3)</b> обирать, эксплуатировать (πολὺν χρόνον τινά Dem.).
}}
}}