Anonymous

ἄγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγλωσσος:''' Αττ. [[ἄγλωττος]], <i>-ον</i> ([[γλῶσσα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[γλώσσα]], λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[βωβός]], [[άφωνος]], [[άναυδος]], Λατ. [[elinguis]], σε Πίνδ., Αριστοφ.· [[έπειτα]] = [[βάρβαρος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄγλωσσος:''' Αττ. [[ἄγλωττος]], <i>-ον</i> ([[γλῶσσα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[γλώσσα]], λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[βωβός]], [[άφωνος]], [[άναυδος]], Λατ. [[elinguis]], σε Πίνδ., Αριστοφ.· [[έπειτα]] = [[βάρβαρος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγλωσσος:''' атт. [[ἄγλωττος]]<br /><b class="num">1)</b> не имеющий языка ([[κροκόδειλος]] Arst.; [[χαλκῆ]] [[Λέαινα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бессловесный, немой ([[ἦτορ]] Pind.; [[στόμα]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> не говорящий (по-гречески), иноземец Soph.
}}
}}