3,277,048
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄβουλος:''' <b class="num">1)</b> необдуманный ([[νόημα]] Anacr.); безрассудный, опрометчивый ([[ἀνήρ]], [[πόλις]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> не заботящийся, беззаботный (τινι Soph.). | |||
}} | }} |