Anonymous

ἄβουλος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄβουλος:''' <b class="num">1)</b> необдуманный ([[νόημα]] Anacr.); безрассудный, опрометчивый ([[ἀνήρ]], [[πόλις]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> не заботящийся, беззаботный (τινι Soph.).
}}
}}