Anonymous

ἀβέβαιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβέβαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[αμφίβολος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβολος]]· τὸ ἀβέβαιον = ἡ [[ἀβεβαιότης]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[σταθερός]], [[αναξιόπιστος]], ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀβέβαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[αμφίβολος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβολος]]· τὸ ἀβέβαιον = ἡ [[ἀβεβαιότης]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[σταθερός]], [[αναξιόπιστος]], ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβέβαιος:''' <b class="num">1)</b> подвижный ([[ὀφθαλμός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непостоянный, ненадежный, непрочный ([[φιλία]] Arst.; [[πρᾶγμα]] Men.; [[νίκη]] Plut.; [[τύχη]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> переменчивый, ветреный ([[δῆμος]] Dem.).
}}
}}