Anonymous

ἀγρώσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρώσσω:''' хватать, ловить ([[ἰχθῦς]] Hom.).
}}
}}