Anonymous

ἀγεννής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγεννής:''' -ές ([[γέννα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[οικογένεια]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χαμερπής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[σχεδόν]] συνώνυμο του [[βάναυσος]], [[ποταπός]], [[χονδροειδής]], [[πρόστυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἀγεννῶς]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀγεννής:''' -ές ([[γέννα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[οικογένεια]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χαμερπής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[σχεδόν]] συνώνυμο του [[βάναυσος]], [[ποταπός]], [[χονδροειδής]], [[πρόστυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἀγεννῶς]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγεννής:''' <b class="num">1)</b> безродный, низкого происхождения Her., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неблагородный, низкий, низменный Her., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> жалкий, невзрачный, дрянной ([[κύων]] Dem.; [[βλάστημα]] Plut.): τὰ [[πλεῖστα]] τῆς χώρας ἀγεννῆ (ἦν) Plut. большая часть страны была бесплодна; [[ξύλον]] ἀγεννὲς εἰς [[μῆκος]] Plut. низкорослое дерево.
}}
}}