Anonymous

ἁβροχίτων: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> в одежде из мягкой ткани Anth.
}}
}}