3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἁβροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λεπτό]] ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· <i>εὐνὰς ἁβροχίτωνας</i>, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> в одежде из мягкой ткани Anth. | |||
}} | }} |