Anonymous

ἀγωνιστής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγωνιστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αγωνιζόμενος, συναγωνιζόμενος, [[αντίπαλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως επίθ., <i>ἀγωνισταὶ ἵπποι</i>, άλογα αγώνων δρόμου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζητητής]], [[αντίπαλος]] στη [[συζήτηση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που αγωνίζεται, που προσπαθεί για [[κάτι]]· <i>τῆς ἀρετῆς</i>, [[πρόμαχος]] αρετής, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἀγωνιστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αγωνιζόμενος, συναγωνιζόμενος, [[αντίπαλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως επίθ., <i>ἀγωνισταὶ ἵπποι</i>, άλογα αγώνων δρόμου, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζητητής]], [[αντίπαλος]] στη [[συζήτηση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που αγωνίζεται, που προσπαθεί για [[κάτι]]· <i>τῆς ἀρετῆς</i>, [[πρόμαχος]] αρετής, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγωνιστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> участник соревнования, соперник Her., Isocr.: ἵπποι ἀγωνισταί Plut. лошади для состязаний;<br /><b class="num">2)</b> спорящая сторона, участник спора Thuc., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> борец, защитник, ревнитель (τῆς ἀρετῆς Aeschin.; τῆς ἀληθείας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> мастер, знаток (τῆς γεωμετρίας Dem.);<br /><b class="num">5)</b> актер Arst.
}}
}}