Anonymous

ἀγήραος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγήραος:''' -ον, Αττ. συνηρ. [[ἀγήρως]], <i>-ων</i>, αιτ. ενικ. <i>ἀγήρων</i> και <i>ἀγήρω</i>· δυϊκ., ονομ., <i>ἀγήρω</i>· πληθ., ονομ. <i>ἀγήρῳ</i>, αιτ. [[ἀγήρως]], δοτ. <i>ἀγήρῳς</i> (<i>[[γήρας]]</i>)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν γερνάει, που δεν παρακμάζει.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως και· [[ἀγήρως]] χρόνῳ, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
|lsmtext='''ἀγήραος:''' -ον, Αττ. συνηρ. [[ἀγήρως]], <i>-ων</i>, αιτ. ενικ. <i>ἀγήρων</i> και <i>ἀγήρω</i>· δυϊκ., ονομ., <i>ἀγήρω</i>· πληθ., ονομ. <i>ἀγήρῳ</i>, αιτ. [[ἀγήρως]], δοτ. <i>ἀγήρῳς</i> (<i>[[γήρας]]</i>)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν γερνάει, που δεν παρακμάζει.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως και· [[ἀγήρως]] χρόνῳ, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγήραος:''' стяж. [[ἀγήρως]] 2 (acc. ἀγήρων и ἀγήρω pl.: nom. ἀγήρῳ, dat. ἀγήρῳς, acc. [[ἀγήρως]]) нестареющий, неувядающий, непреходящий, вечный ([[ἀθάνατος]] καὶ ἀ. Hom., Hes.; [[κῦδος]] Pind.; [[χάρις]] Eur.; [[ἔπαινος]] Thuc.; [[πάθος]] Plat.): ἀ. χρόνῳ Soph. вечно юный.
}}
}}