Anonymous

ἀγλαός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγλαός:''' -ή, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[περίφημος]], [[γυαλιστερός]], [[λαμπερός]], όμορφος, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ωραίος]] ή φημισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[γνωστός]] για [[κάτι]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἀγλαός:''' -ή, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[περίφημος]], [[γυαλιστερός]], [[λαμπερός]], όμορφος, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ωραίος]] ή φημισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., [[ξακουστός]], [[περίφημος]], [[γνωστός]] για [[κάτι]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγλαός:''' и<br /><b class="num">1)</b> блистающий, сияющий, сверкающий ([[ὕδωρ]] Hom.; θεᾶς [[ἕδρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> блистательный, великолепный, пышный, роскошный (γυῖα, δῶρα, ἔργα, [[ἄποινα]], [[ἄλσος]], [[εὖχος]] Hom.; [[μηρία]] Hes.; [[γέρας]], [[τύμβος]], πλόκαμοι νῖκαι Pind.; [[Θῆβαι]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> прекрасный, славный ([[υἱός]] Hom.; [[ἀνήρ]], παῖδες Pind.).
}}
}}