Anonymous

ἀγαίομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαίομαι:''' (ᾰγ) (= [[ἀγάζω]]) негодовать, досадовать; злобствовать: ἀ. τι Hom. и τινι Hes. негодовать на что-л.; ἀ. τινι Her. возмущаться кем-л.
}}
}}