3,274,917
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀγαίομαι:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἄγαμαι]], μόνο στον ενεστ. και με αρνητική [[σημασία]] (πρβλ. [[ἄγη]] II).<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγαίομαι:''' (ᾰγ) (= [[ἀγάζω]]) негодовать, досадовать; злобствовать: ἀ. τι Hom. и τινι Hes. негодовать на что-л.; ἀ. τινι Her. возмущаться кем-л. | |||
}} | }} |