Anonymous

ἄγερθεν: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]].
|lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγερθεν:''' эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к [[ἀγείρω]].
}}
}}