Anonymous

ἁβροκόμης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβροκόμης:''' ου adj. m, f<br /><b class="num">1)</b> покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый ([[Βάκχος]], [[Ἔρως]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с роскошной листвой ([[φοῖνιξ]] Eur.).
}}
}}