3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁβροκόμης:''' ου adj. m, f<br /><b class="num">1)</b> покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый ([[Βάκχος]], [[Ἔρως]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с роскошной листвой ([[φοῖνιξ]] Eur.). | |||
}} | }} |