Anonymous

ἄδεσμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδεσμος:''' -ον, [[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]]· [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]], Λατ. libera [[custodia]], ο [[δικός]] μας «[[λόγος]] [[τιμής]]», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς [[ἄδεσμος]], [[συναρμογή]] ασύνδετη, [[χωρίς]] [[δέσιμο]], λέγεται για το [[στεφάνι]] των ικετών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄδεσμος:''' -ον, [[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]]· [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]], Λατ. libera [[custodia]], ο [[δικός]] μας «[[λόγος]] [[τιμής]]», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς [[ἄδεσμος]], [[συναρμογή]] ασύνδετη, [[χωρίς]] [[δέσιμο]], λέγεται για το [[στεφάνι]] των ικετών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδεσμος:''' <b class="num">1)</b> не связанный, нескованный: ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. держать кого-л. под арестом, но без оков; [[βαλάντιον]] ἄδεσμον Plut. незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость;<br /><b class="num">2)</b> сковывающий: δεσμὸς ἄ. Eur. не сковывающие, т. е. добровольно наложенные на себя оковы.
}}
}}