Anonymous

ἀδιόρθωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιόρθωτος:''' -ον ([[διορθόω]]), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. [[διορθωτής]].
|lsmtext='''ἀδιόρθωτος:''' -ον ([[διορθόω]]), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. [[διορθωτής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιόρθωτος:''' <b class="num">1)</b> не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;<br /><b class="num">2)</b> неисправимый Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> непроверенный, неотредактированный Cic.
}}
}}