3,256,628
edits
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχίμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, [[πλησίον]]· ομοίως και <i>ἐξ ἀγχιμόλοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀγχίμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, [[πλησίον]]· ομοίως και <i>ἐξ ἀγχιμόλοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχίμολος:''' близкий, ближний: ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. с близкого расстояния, вблизи; οἱ [[ἕθεν]] ἀγχίμολοι [[ναῖον]] Theocr. те, которые жили рядом с ним. | |||
}} | }} |