Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγχίμολος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, [[πλησίον]]· ομοίως και <i>ἐξ ἀγχιμόλοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀγχίμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, [[πλησίον]]· ομοίως και <i>ἐξ ἀγχιμόλοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίμολος:''' близкий, ближний: ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. с близкого расстояния, вблизи; οἱ [[ἕθεν]] ἀγχίμολοι [[ναῖον]] Theocr. те, которые жили рядом с ним.
}}
}}