Anonymous

ἀγνωμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ ([[ἀγνώμων]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] αίσθησης, κρίσης, γνώσης, [[ανοησία]], [[αφροσύνη]], σε Θέογν.· ανόητη [[περηφάνια]], [[υπεροψία]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] αγαθών αισθημάτων, [[ανεπιείκεια]], [[αστοργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[παρανόηση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ ([[ἀγνώμων]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] αίσθησης, κρίσης, γνώσης, [[ανοησία]], [[αφροσύνη]], σε Θέογν.· ανόητη [[περηφάνια]], [[υπεροψία]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] αγαθών αισθημάτων, [[ανεπιείκεια]], [[αστοργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[παρανόηση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> незнание, неведение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> pl. недоразумение Xen.;<br /><b class="num">3)</b> своенравие, упрямство: πρὸς ἀγνωμοσύνην τρέπεσθαι Her. проявить упрямство;<br /><b class="num">4)</b> несправедливость, недоброжелательство Eur., Dem.
}}
}}