Anonymous

ἀζήμιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀζήμιος:''' -ον ([[ζημία]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από [[περαιτέρω]] χρηματική [[τιμωρία]], ο [[άνευ]] ζημίας, [[ατιμώρητος]], Λατ. [[immunis]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αβλαβής]], [[ατιμώρητος]], αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., ανεβλαβής, μη [[βλαπτικός]], λέγεται για αυστηρή [[ματιά]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀζήμιος:''' -ον ([[ζημία]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από [[περαιτέρω]] χρηματική [[τιμωρία]], ο [[άνευ]] ζημίας, [[ατιμώρητος]], Λατ. [[immunis]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αβλαβής]], [[ατιμώρητος]], αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., ανεβλαβής, μη [[βλαπτικός]], λέγεται για αυστηρή [[ματιά]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀζήμιος:''' <b class="num">1)</b> свободный от (дальнейшего) наказания: ἑκατὸν τάλαντα ἐκτίσαντες, ἀζήμιοι εἶναι Her. уплатив сто талантов, искупить (этим) свою вину; ἀζήμιόν τινα ἀφιέναι Lys. или μεθιέναι Eur. отпустить кого-л. без наказания; ἀζήμιόν τινος ποιῆσαί τινα Polyb. освободить кого-л. от наказания за что-л.;<br /><b class="num">2)</b> не заслуживающий наказания, невиновный, невинный: ὁ φράσας ἀ. Soph. сказавший (это) прав; ἀ. [[ὑπό]] τινος Plat. невиновный перед кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не потерпевший ущерба: ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρέχειν τινά Plat. возместить ущерб кому-л.;<br /><b class="num">4)</b> не причиняющий ущерба, безвредный: ἀζήμιοι μὲν, λυπηραὶ δὲ τῇ [[ὄψει]] ἀχθηδόνες Thuc. неприятности безвредные, хотя на первый взгляд и тягостные.
}}
}}