Anonymous

ἀηδής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀηδής:''' -ές ([[ἦδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δυσάρεστος]] στη [[γεύση]], [[άνοστος]], λέγεται για [[φαγητό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[δυσάρεστος]]· οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον [[ἔσεσθαι]], σε Ηρόδ.· σε Πλάτ. λέγεται [[συχνά]] για [[διήγηση]], <i>ἀηδές</i>ή <i>οὐκ ἀηδές ἐστι</i>.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυσάρεστος]], [[επαχθής]], μη [[ανεκτός]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-δῶς</i>, δυσάρεστα, με [[δυσαρέσκεια]], στον ίδ.· [[ἀηδῶς]] ἔχειν τινί, έχω δυσάρεστη [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[εναντιώνομαι]], [[διάκειμαι]] εχθρικά, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με προσωπική [[δυσαρέσκεια]], απρόθυμα, αθέλητα, ακούσια, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀηδής:''' -ές ([[ἦδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δυσάρεστος]] στη [[γεύση]], [[άνοστος]], λέγεται για [[φαγητό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[δυσάρεστος]]· οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον [[ἔσεσθαι]], σε Ηρόδ.· σε Πλάτ. λέγεται [[συχνά]] για [[διήγηση]], <i>ἀηδές</i>ή <i>οὐκ ἀηδές ἐστι</i>.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυσάρεστος]], [[επαχθής]], μη [[ανεκτός]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-δῶς</i>, δυσάρεστα, με [[δυσαρέσκεια]], στον ίδ.· [[ἀηδῶς]] ἔχειν τινί, έχω δυσάρεστη [[διάθεση]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[εναντιώνομαι]], [[διάκειμαι]] εχθρικά, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με προσωπική [[δυσαρέσκεια]], απρόθυμα, αθέλητα, ακούσια, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀηδής:''' <b class="num">1)</b> неприятный на вкус, невкусный (σιτία καὶ πόματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неприятный, тягостный (τινι Her., Plat.): εἰ πρός τινας ἀηδές τί σοι συμβέβηκεν Isocr. если у тебя вышли неприятности с кем-л.
}}
}}