Anonymous

ἀγήνωρ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγήνωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἄγαν]], [[ἀνήρ]]), ποιητ. επίθ., [[ανδρείος]], [[θαρραλέος]], [[ηρωικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική [[σημασία]], [[ξεροκέφαλος]], [[ισχυρογνώμων]], [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀγήνωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἄγαν]], [[ἀνήρ]]), ποιητ. επίθ., [[ανδρείος]], [[θαρραλέος]], [[ηρωικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική [[σημασία]], [[ξεροκέφαλος]], [[ισχυρογνώμων]], [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγήνωρ:''' дор. [[ἀγάνωρ]], ορος (ᾰγᾱ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> мужественный, отважный; неукротимый ([[θυμός]] Hom., Hes.; [[ἵππος]] Pind.; [[μέδων]] στρατοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> великолепный, пышный ([[πλοῦτος]], [[κόμπος]] Pind.).
}}
}}