Anonymous

ἀθυμία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῡμία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] θάρρους, [[λιποψυχία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀθυμίαν παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῡμία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] θάρρους, [[λιποψυχία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀθυμίαν παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμία:''' ион. ἀθῡμίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> упадок духа, уныние, отчаяние, подавленность, тревога: ἀθυμίαν ἔχειν [[ἀντί]] τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;<br /><b class="num">2)</b> малодушие, робость (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).
}}
}}