3,277,221
edits
(2) |
(1) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγῐβότης:''' ου adj. m дающий пропитание козам ([[σκόπελος]] Anth.). | |||
}} | }} |