Anonymous

αἰγιβότης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰγῐβότης:''' ου adj. m дающий пропитание козам ([[σκόπελος]] Anth.).
}}
}}