Anonymous

ἀθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμέω:''' падать духом, приходить в отчаяние, унывать, теряться: ἀ. τινι Soph., Xen., Dem., τι Thuc., ἐπί τινι Isocr., Isae., πρός τι Thuc., Plut. и εἴς τι Plat. приходить в уныние от чего-л., испугаться чего-л.; μὴ ἀ. ἐπιχειρήσειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Thuc. не бояться напасть на афинян.
}}
}}