Anonymous

ἀηθέσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀηθέσσω:''' ποιητ. αντί <i>ἀηθέω</i>, Επικ. παρατ. <i>ἀήθεσσον</i>, είμαι [[ασυνήθιστος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀηθέσσω:''' ποιητ. αντί <i>ἀηθέω</i>, Επικ. παρατ. <i>ἀήθεσσον</i>, είμαι [[ασυνήθιστος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀηθέσσω:''' (impf. ἀήθεσσον) не привыкнуть: ἀ. τινός Hom. не иметь привычки к чему-л.
}}
}}