Anonymous

αἱματωπός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτωπός:''' -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἱμᾰτωπός:''' -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτωπός:''' <b class="num">1)</b> с кровожадным взором (κόραι = Ἐρινύες Eur.): αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. глаза, вырванные из кровавых орбит (о самоослеплении Эдипа);<br /><b class="num">2)</b> кроваво-красный ([[χρῶμα]] Plut.).
}}
}}