Anonymous

ἀηδία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀηδία:''' ἡ ([[ἀηδής]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[αηδία]], [[ναυτία]], σιχασιά, λέγεται για φάρμακα, σε Ιππ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πρόσωπα, αυτά που είναι δυσάρεστα, απεχθή, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[αηδία]], [[αντιπάθεια]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀηδία:''' ἡ ([[ἀηδής]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[αηδία]], [[ναυτία]], σιχασιά, λέγεται για φάρμακα, σε Ιππ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πρόσωπα, αυτά που είναι δυσάρεστα, απεχθή, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[αηδία]], [[αντιπάθεια]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀηδία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> неприятные свойства, тягостность, невыносимость (ἡδονὴ καὶ ἀ. Plat.): ἀποκναίει [[ἀηδία]] [[ταῦτα]] λέγων Dem. он надоедает этими речами; αἱ τῶν ἄλλων ἀηδίαι Isocr. неласковое обращение (со стороны) других;<br /><b class="num">2)</b> неприятное чувство, отвращение Plat., Dem.
}}
}}