Anonymous

αἰγῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰγῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰγῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰγῶνυξ:''' ῠχος adj. с козьими копытами, козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}