3,251,351
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμύλος:''' [ῠ], -η, -ον και -ος, -ον, [[κολακευτικός]], αυτός που καλοπιάνει, [[πανούργος]], [[δολερός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· <i>τὸν αἱμυλώτατον</i>, σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''αἱμύλος:''' [ῠ], -η, -ον και -ος, -ον, [[κολακευτικός]], αυτός που καλοπιάνει, [[πανούργος]], [[δολερός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· <i>τὸν αἱμυλώτατον</i>, σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμύλος:''' 3, редко 2 (ῠ) вкрадчиво-ласковый, лукавый (μῦθοι Pind.; μηχαναί Aesch.; [[Ὀδυσσεύς]] Soph., Plut.; [[ἀλώπηξ]] Arph.; [[ἔρως]] Plat.; πειθὼ τῶν λόγων Luc.): αἱμύλα κωτίλλειν Hes. увлекать соблазнительными речами. | |||
}} | }} |