Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἱμύλος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμύλος:''' [ῠ], -η, -ον και -ος, -ον, [[κολακευτικός]], αυτός που καλοπιάνει, [[πανούργος]], [[δολερός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· <i>τὸν αἱμυλώτατον</i>, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''αἱμύλος:''' [ῠ], -η, -ον και -ος, -ον, [[κολακευτικός]], αυτός που καλοπιάνει, [[πανούργος]], [[δολερός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· <i>τὸν αἱμυλώτατον</i>, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμύλος:''' 3, редко 2 (ῠ) вкрадчиво-ласковый, лукавый (μῦθοι Pind.; μηχαναί Aesch.; [[Ὀδυσσεύς]] Soph., Plut.; [[ἀλώπηξ]] Arph.; [[ἔρως]] Plat.; πειθὼ τῶν λόγων Luc.): αἱμύλα κωτίλλειν Hes. увлекать соблазнительными речами.
}}
}}